σιλλαινω

σιλλαινω
    σιλλαίνω
    высмеивать, вышучивать
    

(τινά Luc., Diog.L.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σιλλαινω" в других словарях:

  • σιλλαίνω — Α [σίλλος] χλευάζω, διασύρω …   Dictionary of Greek

  • σιλλαίνει — σιλλαίνω insult pres ind mp 2nd sg σιλλαίνω insult pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίλλαινε — σιλλαίνω insult pres imperat act 2nd sg σιλλαίνω insult imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλαίνειν — σιλλαίνω insult pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλαίνουσαι — σιλλαίνω insult pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιλλαίνων — σιλλαίνω insult pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσίλλαινε — σιλλαίνω insult imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεσίλλαινον — διά σιλλαίνω insult imperf ind act 3rd pl διά σιλλαίνω insult imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισιλλαίνουσι — ἐπί σιλλαίνω insult pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπί σιλλαίνω insult pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασιλλαίνω — (Α) εμπαίζω, κοροϊδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σιλλαίνω «εμπαίζω» (< σίλλος «σατυρικό ποίημα»)] …   Dictionary of Greek

  • σιλλώ — όω, Α [σίλλος] σιλλαίνω* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»